αὐξήσεως

αὐξήσεως
αὐξήσεω̆ς , αὔξησις
growth
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ECTRAPELI — apud Plin l. 7. c. 16. ubi de ratione partuum, Sesquipedales gigni, quosdam longiores, in trimatu implentes vitae cursum, haud ignotum est. Invenimus Euthimenis filium, in tria cubita triennio adolevisse, incessu tardum, sensu hebetem; et iam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκφυση — η (AM ἔκφυσις) εκβλάστηση, ξεφύτρωμα, φύτρωμα αρχ. μσν. στον πληθ. παραφυάδες αρχ. 1. ανάπτυξη, μεγάλωμα φυτού 2. τρόπος αυξήσεως 3. πρόοδος («εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν», Πλάτ.) 4. εξόγκωμα 5. οστεώδης προεξοχή 6. βλαστός 7. στον πληθ. ρίζες …   Dictionary of Greek

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek

  • αιμοαραίωση — η η σχετική ελάττωση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα* λόγω αυξήσεως τής ποσότητας τού πλάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hemodilution, νόθο σύνθ. < hemo (< αίμα) + dilution «διάλυση, αραίωση»] …   Dictionary of Greek

  • αλδήμιος — ἀλδήμιος (Α) πρόξενος αυξήσεως (επίθ. τού Δία). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἄλδη ή ρημ. ἀλδαίνω. πιθ. αναλογικά προς το επίθ. φυτάλμιος] …   Dictionary of Greek

  • ανάλωμα — το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα) δαπάνη, έξοδο αρχ. 1. ζημιά, βλάβη, απώλεια 2. αναθυμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το η τής ρηματ. αυξήσεως τού ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο… …   Dictionary of Greek

  • ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανισμός — ο 1. η βιομηχανοποίηση 2. συστηματική επιδίωξη αυξήσεως των βιομηχανικών εγκαταστάσεων μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιομηχανία. Η λ. μαρτυρείται το 1891 από τον Γεώργ. Βιζυηνό στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”